ἀτιμαστήρ
English (LSJ)
ἀτιμαστῆρος, ὁ, dishonourer, A.Th.637.
Spanish (DGE)
(ἀτῑμαστήρ) -ῆρος
desposeedor de derechos al trono, dicho de Eteocles, A.Th.637.
German (Pape)
[Seite 386] ῆρος, der Entehrer, Aesch. Spt. 619.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui déshonore, qui outrage.
Étymologie: ἀτιμάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀτῑμαστήρ: ῆρος ὁ оскорбитель, осквернитель Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτῑμαστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἀτιμάζων, Αἰσχύλ. Θήβ. 637: ἀτιμαστήριος, ον, μεταγ. Ἐκκλ.: -αστής, οῦ, ὁ Γλωσσ.
Greek Monolingual
ἀτιμαστήρ, ο (Α) ατιμάζω
αυτός που περιφρονεί ή προσβάλλει κάποιον.
Greek Monotonic
ἀτῑμαστήρ: -ῆρος, ὁ, ατιμαστής, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
[From ἀτιμάζω
a dishonourer, Aesch.