ἀτραπίζω

English (LSJ)

(ἀτραπός) go through, traverse, τὰς ἁρμονίας Pherecr. 26.

Spanish (DGE)

(ἀτρᾰπίζω)
• Prosodia: [ᾱ-]
ir a través de fig. ἀτραπίζοντες τὰς ἁρμονίας διὰ πασῶν Pherecr.31.

German (Pape)

[Seite 388] = βαδιζω ἢ ὁδοποιέω; Phereorat. B. A. 460 ἀτρεπίζοντες τὰς ἁρμονίας.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτρᾰπίζω: (ἀτραπὸς) διέρχομαι, «περνῶ»· ― «ἀτραπίζειν: βαδίζειν ἢ ὁδοποιεῖν· οὕτω Φερεκράτης Αὐτομόλοις· ἀτραπίζοντες τὰς ἁρμονίας διὰ πασῶν» Ἡσύχ.