ἀτταταί

German (Pape)

[Seite 390] od. nach den alten Gramm., z. B. Arcad. p. 283, ἀτταταῖ, ein Wehruf, Soph. Phil. 733; Ar. th. 223, wo ἀτταταὶ ἀτατταταί neben einander; – ein Jubelruf, Ach. 1160.

Greek Monolingual

ἀτταταῑ και ἀτταταταῖ (Α)
επιφώνημα πόνου, θλίψης ή στενοχώριας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. που εκφράζει άλγος (πρβλ. απαππαιπαί, ιατταταί κ.ά.)].