ἀφηγητήρ

English (LSJ)

ἀφηγητῆρος, ὁ, guide, κελεύθου AP14.114 (-ήτορα cod.).

German (Pape)

[Seite 409] ῆρος, ὁ, der Erzähler?

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
guide.
Étymologie: ἀφηγέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀφηγητήρ: ῆρος предводитель: ἀ. (v.l. ὑφηγητήρ) κελεύθου Anth. проводник.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφηγητήρ: ῆρος, ὁ, Ἀνθ. Π. 14. 114· καὶ παρ’ Ἡσυχ., ἀφηγητής, οῦ, ὁ, ὁδηγός.

Greek Monotonic

ἀφηγητήρ: -ηρος, ὁ, οδηγός, σε Ανθ.

Middle Liddell

[From ἀφηγέομαι
a guide, Anth.