ἀφθώδης
English (LSJ)
ἀφθῶδες, suffering from ἄφθαι, στόματα Hp.Epid.3.3.
Spanish (DGE)
-ες
que padece ulceraciones e.d. que tiene aftas, aftoso στόματα ἀφθώδεα Hp.Epid.3.3, cf. Coac.533, ῥεύματα ἀφθώδεα Hp.Coac.504, 518, 528, πρὸς ἕλκη καὶ τὰ ἀφθώδη Crit.Hist. en Gal.12.933.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀφθώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων ἄφθας, ὁ πάσχων ἐξ αὐτῶν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1083.
Greek Monolingual
-ες (Α ἀφθώδης, -ες) άφθα
αυτός που παρουσιάζει άφθες, («αφθώδες στόμα»)
νεοελλ.
φρ. «αφθώδης πυρετός» — αρρώστεια που οφείλεται σε ιό, προσβάλλει μόνο τα δίχηλα ζώα, ήμερα και άγρια, και εμφανίζεται με εξελκώσεις στο στόμα, στον μαστό και στα άκρα.