ἀχρειοσύνη

English (LSJ)

ἡ, = ἀχρειότης, Glossaria.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ inutilidad, Gloss.2.254 (ap. crít.).

Greek Monolingual

η (AM ἀχρειοσύνη) αχρείος
εξευτελισμός, ατίμωση.