ἀχωρώδης

English (LSJ)

[ᾰ], ες, like ἄχωρ, ἐξανθήματα Aët.8.15, v.l. in Hp.Liqu.6.

Spanish (DGE)

-ες del tipo de la tina ἐξανθήματα Aët.8.15.