ἀϊδιάζω

Greek (Liddell-Scott)

ἀϊδιάζω: εἰμὶ ἀΐδιος, δηλ. αἰώνιος, Ἐπιφ. τόμ. Α. σ. 633.

Spanish (DGE)

ser eterno ἡ κακία Epiph.Const.Haer.66.16, 18.