ἁβροπενθής
English (LSJ)
ἁβροπενθές, suffering languidly, mourning effeminately; v. ἀκροπενθής.
Spanish (DGE)
-ές de lánguido duelo Περσίδες A.Pers.135.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui s'abandonne à une molle douleur.
Étymologie: ἁβρός, πένθος.
Greek (Liddell-Scott)
ἁβροπενθής: -ές, ἴδ. λέξ. ἀκροπενθής.
Russian (Dvoretsky)
ἁβροπενθής: тихо плачущий (Περσίδες Aesch. - v.l. к ἀκροπενθής).