ἁδύγλωσσος

English (LSJ)

Doric for ἡδύγλωσσος.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾱδῠ-]
de dulce lengua, ἁδύγλωσσος βοὰ κάρυκος Pi.O.13.100.

German (Pape)

[Seite 37] u. ähnliche dor. für ἡδύγλωσσος.

English (Slater)

ᾱδῠγλωσσος, -ον sweet tongued ἀλαθής τέ μοι ἔξορκος ἐπέσσεται ἑξηκοντάκι δὴ ἀμφοτέρωθεν ἀδύγλωσσος βοὰ κάρυκος ἐσλοῦ (O. 13.100)