ἐπέσσεται

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. fut. épq. de ἔπειμι¹.

Russian (Dvoretsky)

ἐπέσσεται: эп. (= ἐπέσεται) 3 л. sing. к ἔπειμι I.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπέσσεται: Ἐπ. ἀντὶ τοῦ ἐπέσεται, γ΄ ἑν. μέλλ. τοῦ ἔπειμι εἰμί, ὑπάρχω).

English (Autenrieth)

see ἔπειμ Od. 9.1.

Greek Monotonic

ἐπέσσεται: Επικ. αντί ἐπέσεται, γʹ ενικ. μέλ. του ἔπειμι (εἰμί, sum).