ἀλαθής
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
English (LSJ)
Doric for ἀληθής.
Spanish (DGE)
(ἀλᾱθής) dór. v. ἀληθής.
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἀληθής.
English (Slater)
ᾰλᾱθής (-ής, -εῖ, -έα, -ῆ; -έσιν, -έας) true ὑπὲρ τὸν ἀλαθῆ λόγον (O. 1.28) αὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον ἀλαθεῖ νόῳ (O. 2.92) γνῶναί τ' ἔπειτ ἀρχαῖον ὄνειδος ἀλαθέσιν λόγοις εἰ φεύγομεν (O. 6.89) ἀλαθής τέ μοι ἔξορκος ἐπέσσεται ἁδύγλωσσος βοὰ (O. 13.98) Ἰσμήνιον δ' ὀνύμαξεν, ἀλαθέα μαντίων θῶκον (P. 11.6) τὰς χρυσάμπυκας ἀγλαοκάρπους τίκτεν ἀλαθέας ὥρας (Boeckh ex Hesych.: ἀγαθὰ σωτῆρας codd.: ὅτι κυκλίσμῷ πάντα ποιοῦσιν. Hesych.) fr. 30. 6. dub., Hesych., s. v. ἀλαθεῖς· οἱ μηδὲν ἐπιλανθανόμενοι ὡς Πίνδαρος. “fort. recte trahitur ad fr. 30. 6.” nott. Snell. fr. 331. frag. ]αι τὸ δἀλαθὲ[ς ] κατέστα φάος[ ?fr. 337. 9.
Russian (Dvoretsky)
ἀλᾱθής: дор. = ἀληθής.
German (Pape)
dor. für ἀληθής.