ἁλίφλοιος

English (LSJ)

ὁ, ἡ, sea-bark oak, Quercus pseudosuber, Thphr. HP 3.8.5, Sch.Theoc.9.20 (ἀλίφαλος· δρῦς, Hsch., is f.l.).

Spanish (DGE)

-ου, ἡ
bot. alcornoque marítimo, Quercus x pseudosuber G.Santi, Thphr.HP 3.8.5, Sch.Theoc.9.20.

German (Pape)

[Seite 99] ὁ, Meerrinde, eine Eichenart, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίφλοιος: ὁ, ἡ, = θαλάσσιος φλοιός, εἶδος δρυός, Θεοφ. Ἱ. Φ. 3. 8, 5, καὶ ἀλλ.

Greek Monolingual

ἁλίφλοιος, ο, η (AM)
είδος βαλανιδιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + φλοιός.