[Seite 99] eitel, thöricht, sp. D.
ἁλίφρων (-ονος), ο, η (Α)αυτός που διαθέτει αρκετή φρόνηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλις «αρκετά» + -φρων < φρήν.ΠΑΡ. αρχ. ἁλιφροσύνη.