ἅλις

From LSJ

καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅλῐς Medium diacritics: ἅλις Low diacritics: άλις Capitals: ΑΛΙΣ
Transliteration A: hális Transliteration B: halis Transliteration C: alis Beta Code: a(/lis

English (LSJ)

[ᾰ], Adv.
A in crowds, in plenty, hence, in a modified sense, sufficiently, enough:
1 Hom. mostly with Verbs, ἅ. πεποτήαται [μέλισσαι] Il.2.90; περὶ δὲ Τρῳαὶ ἅ. ἦσαν 3.384; κόπρος ἅ. κέχυτο Od. 17.298; ἅ. δέ οἱ ἦσαν ἄρουραι Il.14.122:—sts. just enough, in moderation, εἰ δ' ἅ. ἔλθοι Κύπρις E.Med.630; ἔφερε κακὸν ἅ. Id.Alc.907.
2 in Ep. freq. closely attached to Noun, χαλκόν τε χρυσόν τε ἅ. bronze and gold in abundance, Od.16.231, cf. Il.22.340; νῆα ἅ. χρυσοῦ καὶ χαλκοῦ νηησάσθω 9.137; ἅ. χέραδος 21.319; ἅ. δ' εὐῶδες ἔλαιον Od. 2.339:—rare in Trag. and Com., ἅ. βίοτον εὗρον E.Med.1107; λύπας ἅ. ἔχων (Elmsl. λύπης) Id.Hel.589; ἅ. ἐλᾳδίῳ διείς prob. in Sotad.Com.1.27; freq. in Alex. poetry, ἔχω οὐδ' ἅ. ὄξος Theoc.10. 13; ἅ. ὄλβος Call.Jov.84; ἄρτους ἅ. κατέθηκεν Id.Hec.35; ἱδρῶ ἅ. A.R.2.87:—rare with Adj., ἅ. ἦσθ' ἀνάρσιος A.Ag.511.
3 ἅλις (sc. ἐστί) 'tis enough, ἢ οὐχ ἅ. ὅττι..; is't not enough that.. ? Il. 5.349; ἢ οὐχ ἅ. ὡς..; 17.450, Od.2.312; ἅ. ἵν' ἐξήκεις δακρύων S.OT 1515: abs., ἅλις enough! Id.Aj.1402:—in Trag. c. acc. et inf., Ἀργείοισι Καδμείους ἅ. ἐς χεῖρας ἐλθεῖν A.Th.679: c. dat., ἅ. δὲ κλάειν τοὐμὸν ἦν ἐμοὶ κακόν E.Alc.1041.
4 like an Adj., as predicate, ἅ. γὰρ ἡ παροῦσα συμφορά ib.673, cf. IT1008, S.Tr.332.
5 ἅλις (sc. εἰμί) c. part., ἅ. νοσοῦσ' ἐγώ enough that I suffer, Id.OT 1061; ἅ. ἐγὼ δυστυχῶν Trag.Adesp.76.
6 c. gen. rei, enough of a thing, ἅ. ἔχειν τῆς βορῆς Hdt.1.119, cf. 9.27; πημονῆς ἅ. γ' ὑπάρχει A.Ag.1656, cf. 1659; ἅ. [ἐστὶ] λελεγμένων Id.Eu.675; ἅ. λόγων S.OC1016; ἅ. ἀφύης μοι Ar.Fr.506; to conclude an argument, καὶ τούτων μὲν ἅ. Pl.Plt. 287a; καὶ περὶ μὲν τούτων ἅ. Arist.EN 1096a3, etc.—Cf. ἅλιας. (ϝαλ-, cf. γάλι· ἱκανόν, Hsch.; cf. ἁλής.)

Spanish (DGE)

(ἅλῐς)
• Prosodia: [ᾰ-]
adv.
I ref. a lo que puede ser contado o medido
1 cuando el suj. del verbo son individuos en multitudes, en masa, muchos ἅ. πεποτήαται (μελισσαι) Il.2.90, περὶ δὲ Τρῳαὶ ἅλις ἦσαν Il.3.384, ἅ. δέ οἱ ἦσαν ἄρουραι Il.14.122, (νεκροί) οἵ ῥα κατ' αὐτὸν ἅλις ἔσαν οὓς κτάν' Ἀχιλλεύς Il.21.236, cf. 344, 22.473, ἅ. ἧμιν ἀλήμονές εἰσι Od.17.376, μή οἱ χρήματ' ... ἅ. ... ἔδωμεν Od.16.389, cf. h.Merc.179, 493, ἄρτους ... ἅ. κατέθηκεν Call.Fr.251.
2 c. nombres de masa en cantidad, en abundancia, mucho χαλκόν τε ἅ. χρυσόν τε Il.22.340, cf. Od.16.231, ἅ. ἀναβέβροχεν ὕδωρ Il.17.54, ἐϋῶδες ἔλαιον Od.2.339, ταύτην ἅλις ἐλᾳδίῳ διείς echándole bastante aceitito Sotad.Com.1.27, ἔχω οὐδ' ἅ. ὄζος Theoc.10.13, σῖτον δῶκεν ἅλις Od.7.295, ἱδρῶ ἅ. A.R.2.87
frec. de la riqueza πλοῦτος καὶ εὐρήνη Od.24.486, ἅ. βίοτόν θ' ηὗρον E.Med.1107, ὄλβος Call.Iou.84
c. gen. partit. νῆα ἅ. χρυσοῦ καὶ χαλκοῦ νησάσθω Il.9.137.
3 en montón c. χέω: ἥ (κόπρος) οἱ προπάροιθε θυράων ... ἅλις κέχυτ' (echado en el estiércol) que delante de las puertas estaba en un gran montón, Od.17.298, ἅλις χέραδος περιχεύας echando encima un gran aluvión, Il.21.319, cf. μέγα κῦμα κατὰ κρατὸς ἅ. ἀεὶ κλύσσει h.Ap.74.
II 1c. or. nominal es mucho, es bastante, basta ἤ οὐχ ἅ. ὅττι ... Il.5.349, ἤ οὐχ ἅ. ὡς Il.17.450, Od.2.312, ἅ. ἵν' ἐξήκεις δακρύων demasiado trecho has recorrido de lágrimas S.OT 1515, Ἀργείοισι Καδμείους ἅ. εἰς χεῖρας ἐλθεῖν A.Th.679, ἅλις τὸ κείνης αἷμα ya basta con su sangre E.IT 1008
como exclamation basta S.Ai.1402, εἰς ἅλις Theoc.25.17
c. part. ἅλις νοσοῦσ' ἐγώ es suficiente que yo sufra S.OT 673, ἅλις ἐγὼ δυστυχῶν Trag.Adesp.76.
2 c. ἔχω, ὑπάρχω y or. nominales suficiente, bastante c. gen. ἅ. ἔχειν τῆς βορῆς Hdt.1.119, fig. πημονῆς δ' ἅ. γ' ὑπάρχει A.A.1656, λύπης ἅ. ἔχων E.Hel.589, ἅ. ἀφύης μοι ya tengo bastante anchoa Ar.Fr.520
esp. en relatos o discusiones para terminar παλαιῶν ... ἔργων ἅλις ἔστω y ya basta de (relatos de) antiguas hazañas Hdt.9.27, ἅλις λόγων ya basta de palabras S.OC 1016, ἅ. λελεγμένων A.Eu.675, καὶ τούτων μὲν ἅλις y basta ya de esto Pl.Plt.287a, καὶ περὶ μὲν τούτων ἅ. Arist.EN 1096a3, ἅλις Εὐφράτου basta ya (de hablar) del Éufrates Philostr.VA 6.13.
3 c. otros verbos mucho γινώσκ[ο] μα[ι] δὲ καὶ μοῖσαν παρέχων ἅλις soy conocido también como autor de mucha poesía Pi.Fr.52d.24
gener. suficientemente, moderadamente εἰ δ' ἅ. ἔλθοι Κύπρις E.Med.629, ἔμπας ἔφερε κακὸν ἅ. sin embargo, soportaba su desgracia con entereza E.Alc.907.
III c. adj. demasiado ἅ. ἦσθ' ἀνάρσιος A.A.511.
• Etimología: *Hu̯°l- c. el mismo tratamiento que ἁλής q.u.; c. otro voc. v. εἰλέω.

French (Bailly abrégé)

adv.
I. en masse compacte, en foule;
II. en abondance : χαλκόν τε χρυσόν τε ἅλις OD cuivre et or en abondance;
III. assez, càd :
1 en quantité suffisante : ἅλις ἔχειν τῆς βορῆς HDT avoir assez de nourriture ; ἅλις λόγων SOPH assez de discours ; οὐχ ἅλις (ἐστὶν) ὅτι ou ὡς IL, OD n'est-ce pas assez que… ? ἅλις δὲ κλάειν τοὐμὸν ἦν ἐμοὶ κακόν EUR j'avais bien assez de pleurer mon malheur ; ἅλις νοσοῦσ' ἐγώ SOPH c'est assez que je souffre;
2 juste assez, dans une juste mesure.
Étymologie: cf. ἁλής.

German (Pape)

(vgl. ἁλής), scharenweis, in Menge, hinreichend, genug; Hom. oft, ohne Einfluß auf die Konstruktion; von Bienen αἱ μέν τ' ἔνθα ἅλις πεποτήαται Il. 2.90, ἀμφὶ δέ μιν γαλόῳ τε καὶ εἰνατέρες ἅλις ἔσταν 22.473, περὶ Τρωαὶ ἅλις ἦσαν 3.384, ἦ οὐχ ἅλις ἧμιν ἀλήμονές εἰσι καὶ ἄλλοι Od. 17.376, ἅλις ἀναβέβρυχεν ὕδωρ Il. 17.54, ἅλις χέραδος περιχεύας, μυρίον Il. 21.319, νῆα ἅλις χρυσοῦ καὶ χαλκοῦ νηησάσθω (νηήσασθαι) Il. 9.137, 279, σῖτον ἔδωκεν ἅλις Od. 7.295, ἣ ἅλις κέχυτο (κόπρος) 17.298, ὅθι ἔκειτο ἅλις εὐῶδες ἔλαιον Od. 2.339, χρυσόν τε ἅλις ἐσθῆτά τε δόντες Od. 5.38, 23.341 vgl. 13.136, δεῖπνον ἐνὶ μεγάροις τετυκεῖν ἅλις ἔνδον ἐόντων Od. 15.77, 94, μή οἱ χρήματ' ἔπειτα ἅλις θυμηδέ' ἔδωμεν Od. 16.389, πλοῦτος δὲ καὶ εἰρήνη ἅλις ἔστω Od. 24.486; ἦ οὐχ ἅλις ὅτι, ist's nicht genug, daß, Il. 5.349, 23.670; ὡς 17.450, Od. 2.312; ἅλις δέ οἱ Il. 9.376. – Nach Homer wird es teils mit dem genit. eines substant. verbunden, Aesch. Ag. 1641, Eum. 645, Soph. O.C. 1020, Eur. Phoen. 1749, auch in Prosa, ἅλις ἐστί μοί τινος Her. 9.27; vgl. Eur. Cycl. 248; Luc. Bis acc. 12; Plat. Polit. 287a; bes. Sp.; teils wird es absolut gebraucht, so daß es zu einem subst. tritt, Soph. ἅλις πόνος τούτοις, die Mühe ist genug, sie haben genug Mühe, Phil. 880, ἅλις ἡ παροῦσα λύπη Tr. 331; oder ein acc. c. inf. steht dabei, ἅλις Ἀργείοις Καδμείους εἰς χεῖρας ἐλθεῖν, es reicht hin, daß die Kadmeer mit den Argivern kämpfen, Aesch. Spt. 661; ἅλις ἐμοὶ αὐτοῦ μένειν Soph. O.R. 686; ἅλις δὲ κλαίειν τοὐμὸν ἦν ἐμοὶ κακόν Eur. Alc. 1031; oder ein partic., ἅλις νοσοῦσ' ἐγώ, es ist genug, daß ich krank bin, Soph. O.R. 1061; vgl. Eur. Herc.Fur. 1324 und Arist. Nic. Eth. 10.11 ἅλις ἐγὼ δυστυχῶν; πρεσβεύοντες ἅλις εἶχον, d.i. sie waren es müde, Pol. 5.68.1. Ganz allein: ἅλις, genug davon, Soph. Aj. 1381; εἰς ἅλις, zur Genüge, Theocr. 25.17.

Russian (Dvoretsky)

ἅλῐς: (ᾰ) adv.
1 во множестве; толпами (περὶ Τρωαὶ ἅ. ἦσαν Hom.): ὅθ᾽ ἅ. ἀναβέβρυχεν ὕδωρ Hom. откуда в изобилии бьет вода; ἅ. χρυσοῦ νηήσασθαί τι Hom. обильно наполнить что-л. золотом; πλοῦτος καὶ εἰρήνη ἅ. ἔστω! Hom. да процветают благосостояние и мир! ὑπόδροσοι εἰαμεναὶ εἰς ἅ. Theocr. обильно орошенные участки;
2 довольно, достаточно: ἅ. δέ οἱ Hom. будет с него; ἅ. ἔχειν τῆς βορῆς Her. наесться вволю; καὶ τούτων μὲν ἅ. Plat. или καὶ περὶ μὲν τούτων ἅ. Arst. но довольно об этом; ἅ. πόνος τούτοισι συνναίειν ἐμοί Soph. нелегко им будет плыть со мной; ἀκροάσεων ἅ. ἔχει μοι Luc. довольно с меня (адвокатских) речей;
3 с (достаточной) твердостью, мужественно (φέρειν κακόν Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἅλις: [ᾰλῑς], ἐπίρρ.: (ἴδε ἐν λ. ἁλής). Σωρηδόν, εἰς πλῆθος ἀφθόνως, Λατ. affatim καὶ κατὰ τροποποίησιν τῆς ἐννοίας, = ἱκανῶς, ἀρκετά, Λατ. satis: 1) παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον συνάπτεται μετὰ ῥημάτων, ἅλις πεποτήαται [μέλισσαι], Ἰλ. Β. 90· περὶ δὲ Τρωαὶ ἅλις ἦσαν, Γ. 384· κόπρος ἅλις κέχυτο, Ρ. 298· ἅλις δὲ οἱ ἦσαν ἄρουραι, Ἰλ. Ξ. 122: -ἐκ τῶν συμφραζομένων δὲ ἐνίοτε λαμβάνει τὴν σημασίαν: σχεδὸν ἐπαρκῶς, ὡς τὸ μετρίως, εἰ δ’ ἅλις ἔλθοι Κύπρις, Εὐρ. Μήδ. 629· ἔφερε κακὸν ἅλις, ὁ αὐτ. Ἄλκ. 907. 2) παρ’ Ὁμ. ὡσαύτως εὕρηται συχνάκις στενῶς συνδεδεμένον μετά τινος ὀνόματος: χαλκόν τε χρυσόν τε ἅλις χαλκὸν καὶ χρυσὸν ἐν ἀφθονίᾳ ἢ ἀρκετόν, Ὀδ. Π. 231, πρβλ. Ἰλ. Χ. 340· νῆα ἅλις χρυσοῦ καὶ χαλκοῦ νηησάσθω. Ἰλ. Ι. 137· ἅλις χεράδος (ἴδε ἐν λ. χέραδος), Φ. 319· ἅλις δ’ εὐῶδες ἔλαιον Ὀδ. Β. 339. - Ἡ Ὁμηρικὴ αὕτη χρῆσις εἶναι σπανία παρ’ Ἀττ.· ἅλις βίοτον εὗρον, Εὐρ. Μήδ. 1107· λύπας ἅλις ἔχων (Ἑλμσλ. λύπης), ὁ αὐτ. Ἑλ. 589: - σπανίως μετ’ ἐπιθέτου, ἅλις… ἦσθ’ ἀνάρσιος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 511. 3) ἅλις (ἐνν. ἐστί), = ἀρκεῖ· ἢ οὐχ ἅλις ὅττι...; = δὲν ἀρκεῖ ὅτι...; Ἰλ. Ε. 349· ἢ οὐχ ἅλις, ὡς...; Ρ. 450, Ὀδ. Β. 312· οὕτως, ἅλις, ἵν’ ἐξήκεις δακρύων, Σοφ. Ο. Τ. 1515· καὶ ἀπολύτως ἅλις, ἀρκεῖ, ὁ αὐτ. Αἴ. 1402: - Παρ’ Ἀττ. μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις ἐς χεῖρας ἐλθεῖν, Αἰσχύλ. Θήβ. 679· μ. δοτ. καὶ ἀπαρ., δὲ κλαίειν τοὐμὸν ἦν ἐμοὶ κακόν, Εὐρ. Ἄλκ. 1041, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 685. 4) = ἐπιθέτῳ ὡς κατηγορούμενον, ἅλις γὰρ ἡ παροῦσα συμφορά, Εὐρ. Ἄλκ. 673· πρβλ. Ι. Τ. 983, Σοφ. Τρ. 332. 5) ἅλις (ἐνν. εἰμί), προστιθεμένης μετοχῆς, ἅλις νοσοῦσ’ ἐγώ, = ἀρκεῖ ὅτι ὑποφέρω, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1061· ἅλις ἐγὼ δυστυχῶν, Τραγ. παρ’ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9, 11. 5. 6) παρ’ Ἀττ. = τῷ Λατ. satis, μετὰ γεν. πράγ., = ἀρκετὸν μέρος ἔκ τινος πράγμ., ἅλις ἔχειν τῆς βορῆς, Ἡρόδ. 1.119, πρβλ. 9. 27· πημονῆς ἅλις γ΄ ὑπάρχει, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1656, πρβλ. 1659· ἅλις [ἐστὶ] λελεγμένον, ὁ αὐτ. Εὐμ. 675· ἅλις λόγων, Σοφ. Ο. Κ. 1016· ἅλις ἀφίης μοι, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421· ὅταν τίθεται πέρας εἰς λόγον ἢ ζήτημα· καὶ τούτων μὲν ἅλις, Πλάτ. Πολιτ. 287Α· καὶ περὶ μὲν τούτων ἅλις Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 5, 6, κτλ. II. τύπος τις ἅλιας ἢ ἁλίας παρ’ Ἱππών. 101· πρβλ. Ἐτυμ. Μ. 63. 18, Ἰωάνν. Ἀλ. Τον. παραγγ. σ. 38.12· οὕτω δὲ ἀναγινώσκει ὁ Δινδόρφ. ἐν Εὐρ. Ἴωνι 723 (λυρ.), ἁλίας, ἁλίας ὁ πάρος ἀρχαγός, ἔνθα τὰ χειρόγραφα ἔχουσιν ἁλίσας.

English (Autenrieth)

(ϝάλις, cf. ἐϝάλην, εἴλω): crowded together; of persons, ‘in throngs’; bees, ‘in swarms’; corpses, ‘in heaps.’ Then in plenty, abundantly, enough; ἅλις δέ οἱ, he has carried it ‘far enoughalready, Il. 9.376 ; ἦ οὐχ ἅλις ὅτι (ὡς), is it not enough (and more than enough), etc.?

English (Slater)

ᾰλις in abundance γινώσκομαι δὲ καὶ μοῖσαν παρέχων ἅλις (Pae. 4.24)

Greek Monotonic

ἅλις: [ᾰλῐς], επίρρ. (ἁλής)· σε σωρούς, σε πλήθος, σε σμήνη, σε αφθονία, σε πληθώρα· και έπειτα, ικανώς, αρκετά, Λατ. satis·
1. με ρήματα, ἅλις πεποτήαται (μέλισσαι), σε Ομήρ. Ιλ.· περὶ δὲ Τρῳαὶ ἅλις ἦσαν, πετούσαν σε σμήνη, στο ίδ.· επίσης, σχετικώς αρκετά, μέτρια, όπως το μετρίως, σε Ευρ.
2. μαζί με ουσ., χαλκόν τε χρυσόν τε ἅλις, άφθονο χρυσάφι και ασήμι, σε Ομήρ. Οδ.
3. ἅλις (ενν. ἐστί), είναι αρκετό, σε Ομήρ. Ιλ.· ἢ οὐχ ἅλις, ὡς..., δεν είναι αρκετό που..., σε Όμηρ.
4. ως επίθ., ἅλιςσυμφορά (ενν. ἐστι), σε Ευρ.· επίσης, ἅλις (ενν. εἰμί), μαζί με μτχ., ἅλις νοσοῦσ' ἐγώ, είναι αρκετό που υποφέρω εγώ, σε Σοφ.
5. με γεν. πράγμ., αρκετά από ένα πράγμα, ἅλιςἔχειν τινός, σε Ηρόδ., Αττ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv.
Meaning: in crowds; enough (Il.).
Origin: IE [Indo-European] [1140] *uel- turn, wind
Etymology: The form γάλι ἱκανόν H. shows a Ϝ-. Connected with εἴλω press, ἁλής, ἀολλής (s.s.vv.). It could be an old nominative, but the form γάλι rather suggests that the -s is the adverbial marker as in ἄνις, χωρίς; Skt. bahíḥ).

Middle Liddell

ἁλής
in heaps, crowds, swarms, in abundance, in plenty; and then, sufficiently, enough, Lat. satis:
1. with Verbs, ἅλις πεποτήαται [μέλισσαι] Il.; περὶ δὲ Τρωαὶ ἅλις ἦσαν fly in swarms, Il.:—also just enough, in moderation, like μετρίως, Eur.
2. attached to a Noun, χαλκόν τε χρυσόν τε ἅλις gold and silver enough, Od.
3. ἅλις (sc. ἐστι) 'tis enough, Il.; ἢ οὐχ ἅλις, ὡς . .; is it not enough that . . ? Hom.
4. like an adj., ἅλιςσυμφορά (sc. ἐστι) Eur.:—also, ἅλις (sc. εἰμί) with a part. added, ἅλις νοσοῦσ' ἐγώ enough that I suffer, Soph.
5. c. gen. rei, enough of a thing, ἅλις ἔχειν τινός Hdt., Attic

Frisk Etymology German

ἅλις: {hális}
Grammar: Adv.
Meaning: in Menge, genug (fast nur ep. und poet.).
Derivative: Davon ἁλιδίως· ἱκανῶς, μετρίως H.
Etymology: Die Form γάλι· ἱκανόν H. bestätigt die Zugehörigkeit zu εἴλω zusammendrängen, ἁλής, ἀολλής (s. dd.). In ἅλις sieht Solmsen Wortforsch. 1, 155ff. ansprechend einen erstarrten Nominativ, und zwar entweder eines Abstraktums Gedränge oder eines Adjektivs gedrängt. Abweichend Meillet BSL 16 p. C (altes Adv. wie ἄνις, χωρίς, aind. bahíḥ).
Page 1,74

Mantoulidis Etymological

(=ἀρκετά). Ἀπό τό ἁλής (=ἀθρόος). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἁλίζω.

Translations

enough

Albanian: mjaft; Arabic: تَمَامًا‎; Armenian: բավականաչափ, բավարար, բավական; Belarusian: дастаткова; Bengali: যথেষ্ট; Breton: a-walc'h; Bulgarian: достатъчно; Burmese: အလုံအလောက်; Catalan: suficientment, prou; Chamicuro: ma'sha; Chichewa: basi; Chinese Mandarin: 足夠/足够, 夠/够, 充足; Czech: dost; Dutch: genoeg; Esperanto: sufiĉe; Finnish: tarpeeksi, kyllin, riittävän; French: suffisamment, assez; Galician: bastante, abondo; Georgian: საკმარისად, საკმაოდ; German: genug; Alemannic German: gnueg; Greek: αρκετά, επαρκώς; Ancient Greek: ἄδην, ἅδην, ἅλις, ἀπαρκούντως, ἀποχρεόντως, ἀποχρώντως, ἀρκεόντως, ἀρκετῶς, ἀρκίως, ἀρκούντως, αὐτάρκως, διαρκούντως, διαρκῶς, ἐξαρκούντως, ἱκανῶς; Hebrew: מַסְפִּיק‎; Hindi: काफ़ी; Hungarian: elég, eléggé, kellően, eleget; Ido: sate; Indonesian: cukup; Ingrian: kylläst; Interlingua: satis, assatis; Irish: go leor; Italian: abbastanza, assai; Japanese: 十分に, 充分に, 足りて; Khmer: ល្មម, បរិបូរ; Korean: 충분히; Lao: ພໍ, ພຽງພໍ; Latin: satis, affatim; Latvian: gana; Lombard: assee; Macedonian: достатно, доволно; Malay: cukup; Manx: dy liooar; Maori: rawaka; Norman: assaïz; Old Prussian: sūit; Persian: کافی‎; Polish: dość, dosyć, wystarczająco, na tyle; Portuguese: bastante, suficientemente; Quechua: sinchi; Romagnol: abastânza; Romanian: destul, suficient, de ajuns; Russian: достаточно, довольно; Sanskrit: अलम्; Scottish Gaelic: gu leòr; Serbo-Croatian Cyrillic: довољно; Roman: dovoljno; Slovak: dosť; Slovene: dovòlj; Sorbian Lower Sorbian: dosć; Upper Sorbian: dosć; Spanish: suficientemente; Swedish: tillräckligt, nog; Tajik: кофӣ; Thai: พอ; Tok Pisin: inap; Turkish: yeterince, yeteri kadar, yeter derecede; Ukrainian: достатньо, досить; Urdu: کافی‎; Vietnamese: đủ; Welsh: gwala, digon; Yiddish: גענוג‎; Zazaki: qim ken; Zhuang: gaeuq

sufficiently

Albanian: mjaft; Bulgarian: достатъчно; Catalan: suficientment; Czech: dostatečně; Esperanto: sufiĉe; Finnish: riittävästi, tarpeeksi, kylliksi; French: suffisamment; Greek: επαρκώς; Ido: suficante; Ingrian: kylläst; Italian: sufficientemente; Japanese: 十分に, 十分; Latin: sufficienter, affatim; Macedonian: достатно, доволно; Ngazidja Comorian: kiasi; Polish: wystarczająco; Portuguese: suficientemente; Romagnol: abastânza; Romanian: destul, suficient; Russian: достаточно; Spanish: suficientemente; Swedish: tillräckligt; Turkish: yeterince