ἁλικρήπις

English (LSJ)

ῑδος, ὁ, ἡ, at the sea's edge, Nonn. D. 1.289.

Spanish (DGE)

(ἁλικρήπῑς) -ῑδος
adj. bordeado por el mar ἄρουρα Nonn.D.1.289, γαῖα Nonn.Par.Eu.Io.7.1.

German (Pape)

[Seite 96] γαῖα u. ἄρουρα, am Saume des Meeres gelegen, Nonn., z. B. D. 1, 289 [ι].

Greek (Liddell-Scott)

ἁλικρήπῑς: ῑδος, ὁ, ἡ, ὁ παρὰ τὴν ἄκραν τῆς θαλάσσης, Νόνν. Δ. 1. 289.

Greek Monolingual

ἁλικρήπις (-ιδος), ο, η (Α)
αυτός που έχει τα θεμέλιά του στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + κρηπὶς «θεμέλιο»].