ἁλιτρεφής
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ές
• Prosodia: [ᾰ-]
criado por el mar κῆτος Q.S.3.272, ἵπποι Nonn.D.24.114.
German (Pape)
[Seite 99] ές, meerernährt, im Meere lebend, δελφίς Qu. Sm. 3, 272.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλῐτρεφής: -ές, ὁ ἐν τῇ θαλάσσῃ τραφείς, Κόϊντ. Σμ. 3. 272, Νόνν. Δ. 24. 116.
Greek Monolingual
ἁλιτρεφής, -ές (Α)
αυτός που τρέφεται από τη θάλασσα ή που ζει στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -τρεφής < ρ. τρέφω ή ουσ. τρέφος.