ἁλμάς

English (LSJ)

ἁλμάδος, ἡ, salted, steeped in brine, ἐλάα Ar.Fr.141: Subst., salted olive, ἐς τὰς ἁ. (sc. ἐλάας) Hermipp.81, cf. Eup.255, Ar.Fr.393, Apollon. ap. Gal.12.999.

Spanish (DGE)

-άδος
I en salmuera o aliñado ἁλμάδας ... ἐλάας Ar.Fr.140, cf. Apollon. en Gal.12.999.
II subst.
1ἁλμάς aceituna en salmuera o aliñada εἰς τὰς ἁλμάδας Hermipp.81, ἐπιφαγεῖν ... κρόμμυον ... καὶ τρεῖς ἁλμάδας Eup.255, cf. Moer.51
op. la ‘aceituna machacada’ θλαστή (ἐλάα) Ar.Fr.392.
2 ἐκ σινάπιος γογγυλίδες Hsch.

German (Pape)

[Seite 107] άδος, ἡ, mit Salz eingemacht, γογγυλίδες, u. bes. ἐλαία, s. Ath. II, 56 b; Ar. ib.; Ath. IV, 133 a; auch αἱ άλμάδες allein, wie Eupol. ib. 1 70 d; der att. Ausdruck für κολυμβάδες, nach Atticisten.

Russian (Dvoretsky)

ἁλμάς: άδος adj. f соленая, маринованная (ἐλαία Arph., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλμάς: -άδος, ἡ, ἡ ἐν τῇ ἅλμῃ διαμείνασα, ἡ ἐλαία τῆς ἅλμης, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 190: ἐς τὰς ἁλμάδας (ἐνν. ἐλαίας), Ἑρμίππ. Ἄδηλ. 2, πρβλ. Εὔπολ. ἐν «Ταξιάρχοις» 3, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 345, Θεόφρ. Χαρακ. 21.

Greek Monolingual

ἁλμάς (-άδος), η (Α) ἅλμη
η ελιά που διατηρείται σε άλμη, αλμυρή, αλατισμένη, κολυμπάδα (με το ουσιαστικό ελαία, ελάα και απόλυτα, χωρίς αυτό).