ελάα

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source

Greek Monolingual

ἐλάα, η (αττ. τ. του ουσ. ελαία) (Α)
το φυτό, το δέντρο της ελιάς.