ἁμαρτῆ

English (LSJ)

or ἁμαρτῇ, (ἁμαρτή Aristarch.) [αμ], Adv. together, at same time, at once, Il. 5.656, Od. 22.81, Sol. 33.4.

Russian (Dvoretsky)

ἁμαρτῆ: или ἁμαρτῇ adv. в одно и то же время, одновременно, тут же Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαρτῆ: ἢ ἁμαρτῇ [ᾰμ], ἐπίρρ. = ὁμοῦ, κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, ἀμέσως, Ἰλ. Ε. 656, Ὀδ. Χ. 81, Σόλων 33. 4. Ὡσαύτως παρ’ Ἡσυχ. ἁμαρτήδην, ὁμοῦ. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ ἴδε Spitzn. Excuts. XII. εἰς Ἰλιάδα: - ὁμαρτῆ ἢ -τῇ εἶναι διάφ. γραφή. (Ὡς πρὸς τὴν παραγωγὴν τὸ ἁμ- εἶναι ἡ αὐτὴ ῥίζα οἵα καὶ ἡ τοῦ ἅμα, ὁμοῦ: περὶ τοῦ δευτέρου μέρους ἴδε ἐν λ. *ἄρω).

English (Autenrieth)

(ἅμα, root αρ): at once, together.

Greek Monotonic

ἁμαρτῆ: ή ῇ (ἅμα, ἀρ-αρίσκω), [ᾰμ], επίρρ., μαζί, μεμιάς, σε Όμηρ.

Middle Liddell

[ἅμα, ἀραρίσκω
together, at once, Hom.