ἁμματισμός

English (LSJ)

ὁ, tieing, knotting, Heliod. ap. Orib. 48.43.1, cf. 48.28.5.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
ligazón, acción de ligar o atar Heliod. en Orib.48.28.5, 43.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμματισμός: ὁ, τὸ ἐπιδῆσαι, θεραπεία δι’ ἐπιδέσμων, Ὀρειβάσ.

Greek Monolingual

ἁμματισμός, ο (Α) ἁμματίζω
δέσιμο με επιδέσμους.