ἁπαλία

English (LSJ)

ἡ, (ἁπαλός) softness, τοῦ ἀέρος Gp.1.8.2.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ suavidad τοῦ ἀέρος Gp.1.8.2.

German (Pape)

[Seite 276] ἡ, Zartheit, Weichheit, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

ἁπᾰλία: ἡ, (ἁπαλός) ἁπαλότης, μαλακότης, τοῦ ἀέρος Γεωπ. 1. 8, 2.