ἁρμοστικός

English (LSJ)

ἁρμοστική, ἁρμοστικόν, fitted for joining, v.l. for ἁρμονικός, Theol.Ar.34.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 adaptable πᾶσα ψυχή Theol.Ar.34 (cód.), ἐνέργεια Procl.in Ti.2.216.22, cf. 1.358.15.
2 lat. sponsalis, Gloss.2.245.

German (Pape)

[Seite 356] zur Verbindung gehörig.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρμοστικός: -ή, -όν, κατάλληλος εἰς τὸ ἁρμόζεσθαι, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 34, 33. 2) ἁρμόζων, «ἐγκώμια ... ἀρμοστικώτατα» Χρον. Πασχ. σ. 2Α.