ανος, ὁ, = thistle, only in LXX 4 Ki.14.9.
-ανος, ὁ bot. cardo LXX 4Re.14.9 (cf. ἄκανος).
ἄκαν: ανος, ὁ, = τῷ ἑπομ., μόνον παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Βασιλ. Β΄, ιδ΄, 9).
ἄκαν (-ανος), ο (Α)παράλληλος τύπος της λ. άκανος.