ἄκοινος
English (LSJ)
ἄκοινον, not common, Them.Or.11.142a.
Spanish (DGE)
-ον
1 no común, particular ἄ. ... καὶ ἀπόρρητος πρὸς τοὺς πολλοὺς ἡ τῶν ἔργων παρασκευή Them.Or.11.142a.
2 solitario ἄ. ἐν τῷ κοινῷ solitario en (medio de) la comunidad Gr.Naz.M.36.268C
•subst. τὸ ἄκοινον = soledad τὸ ἄ. ἐν τῷ κοινῷ Gr.Naz.M.35.724B.
German (Pape)
[Seite 75] nicht gemein, Themist.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκοινος: -ον, ὁ μὴ κοινός, Θεμιστ. Λόγ. 142Α.
Greek Monolingual
ἄκοινος, -ον (Α) κοινός
αυτός που δεν έχει κοινοποιηθεί, που δεν έχει γίνει γνωστός.