ἄμαρτυς
English (LSJ)
υ, = ἀμάρτυρος (without witness, unattested, unsupported by evidence), Agatho ap. Phot. p. 87R.
Spanish (DGE)
-υ no atestiguado χάρις Agatho 16a.
Greek Monolingual
ἄμαρτυς, -υ (Μ) μάρτυς
ο δίχως μαρτυρία, αναπόδεικτος.
υ, = ἀμάρτυρος (without witness, unattested, unsupported by evidence), Agatho ap. Phot. p. 87R.
-υ no atestiguado χάρις Agatho 16a.
ἄμαρτυς, -υ (Μ) μάρτυς
ο δίχως μαρτυρία, αναπόδεικτος.