ἄναψις

English (LSJ)

-εως, ἡ, (ἀνάπτω) lighting up, kindling, D.H.2.66; of stars, ἄναψις καί σβέσις Epicur.Ep.2p.39U.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
inflamación, encendido τοῦ μεταρσίου ... πυρός D.H.2.66, ἄ. καὶ σβέσις de estrellas, Epicur.Ep.[3] 92, ἄ. καὶ ἀναθυμιάσεις Plu.2.400b.

German (Pape)

[Seite 216] (ἀνάπτω), ἡ, das Anzünden, Plut. Pyth. or. 12.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de s'allumer.
Étymologie: ἀνάπτω².

Greek (Liddell-Scott)

ἄναψις: -εως, ἡ, (ἀνάπτω) τὸ ἀνάπτειν, τὸ ἄναμμα, Διον. Ἁλ. 2. 66: - ἐπὶ τῆς ἐπιτολῆς τῶν ἀστέρων, «καὶ κατὰ ἄναψιν γίγνεσθαι δύνανται καὶ κατὰ σβέσιν» Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 92.

Russian (Dvoretsky)

ἄναψις: εως ἡ (ἀνάπτω II) загорание, воспламенение Plut., Diog. L.