ἄνεφθος
English (LSJ)
ἄνεφθον,
A unboiled, Antyll. ap. Orib.9.24.3, Gal.6.354: Comp., Paul.Aeg.1.74, Gp.10.67.1.
2 ἄ. πλίνθος unbaked, Agath.2.16.
Spanish (DGE)
-ον
no hervido, no cocido καταπλάσματα Antyll. en Orib.9.2.43, μέλι Gal.6.354, φακή Gp.10.67.1.
German (Pape)
[Seite 227] ungekocht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνεφθος: -ον, ὁ ἄβραστος, Ἄντυλλ. ἐν Matth. Med. σ. 251, Γεωπ. 10. 67, 1. 2) ἐπὶ πλίνθων, ὠμός, μὴ ὀπτός, Ἀγαθίας 2. 16, σ. 99. 19.