άβραστος

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source

Greek Monolingual

-η, -ο βραστός
1. αυτός που δεν έχει βραστεί, ωμός
2. αυτός που δεν έχει βράσει αρκετά, μισοβρασμένος
3. (για τον μούστο) αυτός που δεν έχει υποστεί ζύμωση.