ἄρεος

German (Pape)

[Seite 348] α, ον, p. = ἄρειος, Pind. N. 9, 97.

Greek Monolingual

ἄρεος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει στον Άρη
2. (το θηλ. ως κύριο όνομα) Άρέα (ενν. κρήνη)
η πηγή του Άρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παράλλ. τ. του άρειος < Άρης].