ἄρειος
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
German (Pape)
[Seite 348] ον, fem. ἀρεία Eur. Herc. far. 413; den Ares betreffend, ihm geweiht, kriegerisch; comp. ἀρειότερος bei Sp., wie Coluth. 66 Agath. 67 (XI, 376), = ἀρείων. Vgl. ἀρήιος.
English (Autenrieth)
(Ἄρης): martial, warlike; of men, Μενέλᾶος, Αἴᾶς, υἶες Ἀχαιῶν, etc.; also of weapons and armor (τεύχεα, ἔντεα); τεῖχος ἄρειον, ‘martial’ wall, Il. 4.407, Il. 15.736.
see ἀρήιος.
Greek Monolingual
ἄρειος, -ον κ. -α, -ον κ. ιων. ἀρήϊος, -η, -ον (Α) Άρης
1. αυτός που είναι αφιερωμένος στον Άρη, πολεμικός, φιλοπόλεμος
2. ως ουσ. πολεμιστής
3. φρ. «ἀρήϊοι ἀγῶνες» — πολεμικοί αγώνες σε αντίθεση με τους «γυμνικούς», τα αθλητικά αγωνίσματα.
Middle Liddell
Ἄρης
I. devoted to Ares, warlike, martial, Lat. Mavortius, Il., Hdt.
II. Ἄρειος πάγος, ὁ, the hill of Ares, Mars-hill, over against the west side of the Acropolis at Athens, Ἀρήϊος π Hdt.; also Ἄρεος πάγος (where Ἄρεος is gen. of Ἄρης), Soph., Eur. On it was held the highest judicial court, which took cognisance of murder and other capital crimes, Dem.