άρειος
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
Greek Monolingual
ἄρειος, -ον κ. -α, -ον κ. ιων. ἀρήϊος, -η, -ον (Α) Άρης
1. αυτός που είναι αφιερωμένος στον Άρη, πολεμικός, φιλοπόλεμος
2. ως ουσ. πολεμιστής
3. φρ. «ἀρήϊοι ἀγῶνες» — πολεμικοί αγώνες σε αντίθεση με τους «γυμνικούς», τα αθλητικά αγωνίσματα.