ἄρραντον, (ῥαίνω) unwatered, unwet, Arat.868, Str.11.7.5.
-ονno regado ἄρουραι Arat.868, ἄρραντον φυλάττοντες τὸν αἰγιαλόν Str.11.7.5.
ἄρραντος, -ον (Α)αυτός που δεν έχει ραντιστεί, που δεν έχει βραχεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -ρραντος < ραντός < ραίνω].
unbenetzt, unbewässert, Strab.; Arat. 136.