ραντός

From LSJ

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / ῥαντός, -ή, -όν, ΝΜΑ ῥαίνω
αυτός που υγραίνεται ή υγράνθηκε με ραντισμό
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει κηλίδες διαφορετικού χρώματος.