ραίνω

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source

Greek Monolingual

ῥαίνω ΝΜΑ
περιβρέχω κάτι με ρανίδες υγρού, ιδίως νερού, ραντίζω (α. «θάλασσα τους θαλασσινούς μην τους πολυμαραίνεις / ροδόσταμο να γίνεσαι την πόρκα τους να ραίνεις», δημ. τραγούδι
β. «ἔρραναν τὸν τάφον αἱ Μυροφόροι μύρα», Ακολουθ. Μεγ. Σαββάτου)
νεοελλ.
(σχετικά με στερεά) επιπάσσω, πασπαλίζω πάνω σε κάτι, σκορπίζω κάτι σαν βροχή πάνω σε κάποιον (α. «ρόδα και τριαντάφυλλα ραίνω την εορτή σου», λαϊκό δίστιχο
β. «και πιάνει αθούς και ραίνει τη, ρόδα και περιχά τη», Ερωτόκρ.)
αρχ.
1. ραντίζω με νερό
2. διασκορπίζω
3. μτφ. περιβάλλω με κάτι ή γεμίζω με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. ῥαίνω (< ῥάν-, με επένθεση), θα μπορούσε να αναχθεί στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ρίζας sren- ή wren- αλλά οι εξαιρετικά αμφίβολες συνδέσεις του ρ. με τα: ρωσ. ronitĭ και χετιτ. hurnāi- «ραντίζω, καταβρέχω» δεν μπορούν να στηρίξουν έναν τέτοιο συσχετισμό. Έχει προταθεί, τέλος, η σύνδεση του ρ. με τον εξίσου άγνωστης ετυμολ. τ. ῥαθάμιγξ «σταγόνα, σταλαγματιά»].

Mantoulidis Etymological

(=ραντίζω, δροσίζω). Ἀπό ρίζα ραν → ραν+j+ω → ραίνω. Ἄλλοι δέχονται ρίζα ραδ- ἤ αρδ-, ἀλλά δέν εἶναι σωστή.
Παράγωγα: ρανίς (=σταλαγματιά), ραντήρ, ραντήριος, περίρρανσις, περιρραντήριον, ραντός, ραντίζω, ραντισμός, ἄρραντος.