ἄστιβος

English (LSJ)

ον, = ἀστιβής, AP 7.745 (Antip.Sid.).

Spanish (DGE)

(ἄστῐβος) -ον
no hollado, no pisado ἠϊών AP 7.745 (Antip.Sid.), cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 376] dasselbe, ἐρημαία ἠϊών Ant. Sid. 78 (VII, 745).

Greek Monolingual

ἄστιβος, -ον (Α)
ο αστιβής.

Greek Monotonic

ἄστῐβος: -ον, = το προηγ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἄστῐβος: Anth. = ἀστιβής 1.

Middle Liddell

= ἀστιβής, Anth.]