ἄστροφος
English (LSJ)
ἄστροφον, (στρέφω)
A without turning round or without turning away, fixed, ὄμματα A.Ch.99; ἀφέρπειν ἄστροφος = go away without turning back, S.OC 490.
2 without turning or without twisting, Pl.Plt. 282d.
II without strophe, Heph.Poëm.5.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no vuelve la espalda, ἀφέρπειν ἄστροφος S.OC 490
•de ahí fijo, inmóvil ὄμματα A.Ch.97.
2 no torcido de la trama del tejido, Pl.Plt.282d.
3 métr. astrófico ἄστροφα μὲν οὖν ἐστι τὰ τηλικούτου μεγέθους ὄντα Heph.Poëm.5.
German (Pape)
[Seite 378] unverwandt, ὄμματι Aesch. Ch. 97; ἦλθε, ohne sich umzusehen, Soph. O. C. 44; γένεσις, ohne Drehen, Plat. Polit. 282 d; – ohne Strophen, Hephaest. p. 126.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne se retourne pas;
2 qui ne se détourne pas, fixe, immobile.
Étymologie: ἀ, στρέφω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄστροφος, -ον)
αυτός που δεν έχει στροφή ή στροφές, ο ίσιος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει στριφτεί
αρχ.
1. αυτός που δεν στριφογυρίζει, ο σταθερός, ο ακίνητος
2. εκείνος που δεν στρέφει το κεφάλι του προς τα πίσω, που δεν γυρίζει να κοιτάξει πίσω του
3. (μετρ.) όποιος δεν χωρίζεται σε στροφές.
Greek Monotonic
ἄστροφος: -ον (στρέφω), αυτός που δεν στρέφεται ολόγυρα ή πίσω, αμετάβολος, ακίνητος, Λατ. irretortus, ὄμματα, σε Αισχύλ.· ἀφέρπειν ἄστροφος, φύγε μακριά χωρίς να γυρίσεις πίσω, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἄστροφος:
1 текст. производимый без кручения или без сучения (γένεσις Plat.);
2 неповорачивающийся, не озирающийся (ἀφέρπειν ἄ. Soph.): ἀστρόφοισιν ὄμμασιν Aesch. без оглядки.
Middle Liddell
στρέφω
without turning away, unturning, Lat. irretortus, ὄμματα Aesch.; ἀφέρπειν ἄστρ. to go away without turning back, Soph.