ἅψις
English (LSJ)
-εως, Ion. -ιος, ἡ, (ἅπτομαι)
A touching, Hp.Epid.7.5; contact, Pl. Prm.149a, Arist.HA621a11: pl., Pl.Prm.149c.
2 metaph., ἅ. φρενῶν distraction of mind, Hp.Acut.52.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [jón. gen. -ιος Hp.Epid.7.5]
1 contacto ποδῶν ἅψιος οὐ πάνυ καταισθανόμενος Hp.l.c., δύο ἄρα δεῖ τὸ ὀλίγιστον, εἰ μέλλει ἅ. εἶναι Pl.Prm.149a, αἱ σκολοπένδραι ... στόματι οὐ δάκνουσι, τῇ δ' ἅψει καθ' ὅλον τὸ σῶμα Arist.HA 621a11, ἡ κίνησις ὑπὸ τοῦ κινοῦντος, ἣ γίγνεται ἀπὸ τῆς ἅψεως Arist.Mete.386b1.
2 medic. ἅ. φρενῶν enajenación mental, demencia Hp.Acut.52, 63, Mul.1.63, ἅ. κεφαλῆς καὶ φρενῶν Aret.CA 1.1.9, ὡς μὴ ἅψιν φρενῶν ὁ οἶνος ποιέηται Aret.CA 2.3.11.
German (Pape)
[Seite 421] ἡ, das Berühren, Plat. Parm. 149; Arist.; φρενῶν, Berrücken des Verstandes, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
le toucher.
Étymologie: ἅπτω¹, μάχη.
Greek (Liddell-Scott)
ἅψις: -εως, ἡ, (ἅπτομαι) ψαῦσις, Ἱππ. 1211Β, Πλάτ. Παρμ. 149Α, κἑξ.
2) μεταφ., ἅψις φρενῶν, διατάραξις φρενῶν, παραφροσύνη, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392.
Russian (Dvoretsky)
ἅψις: εως ἡ тж. pl. прикосновение, осязание Plat., Arst.