ψαῦσις
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
English (LSJ)
ψαύσεως, ἡ, touching, contact, Democr.11, Plu.2.683c, Sor. Fract.13, Gal.18(2).786:—esp. of lovers, caress, φιλήματων καὶ ψαύσεως Plu.Alc.4, cf. 2.768b.
German (Pape)
[Seite 1392] ἡ, dat Berühren, die Berührung, Plut. Alcib. 4.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de toucher, de tâter;
2 action de caresser, caresse.
Étymologie: ψαύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψαῦσις -εως, ἡ [ψαύω] aanraking; liefkozing:. φιλήματα καὶ ψαύσεις προσαιτεῖν = smeken om kussen en liefkozingen Plut. Alc. 4.3.
Russian (Dvoretsky)
ψαῦσις: εως ἡ
1 осязание (ὄψις, ἀκοή, ὀδμή, γεῦσις, ψ. Sext.);
2 прикосновение, ощупывание Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ψαῦσις: -εως, ἡ, τὸ ψαύειν, ἐπαφή, Πλούτ. 2. 683C, κλ. πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 139· - μάλιστα ἐπὶ ἐραστῶν, θωπεία ἐρωτική, φιλήματα καὶ ψαύσεις Πλουτ. Ἀλκιβ. 4.
Greek Monotonic
ψαῦσις: -εως, ἡ, άγγιγμα, χάιδεμα, ψηλάφηση, σε Πλούτ.