ἆκον

Greek (Liddell-Scott)

ἆκον: ἀκούσιον, Σοφ. Ο. Κ., ἴδε καὶ Ἡσύχ., ἔνθα ἐσφαλμένως εἶναι γεγραμμένον «ἆκομ».