Ἀρειοπαγίτης
English (LSJ)
Ἀρειόπαγος, v. Ἄρειος ad fin.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀρειοπᾰγίτης: Ἀρειόπᾰγος, ὁ, ἴδε Ἄρειος πάγος.
French (Bailly abrégé)
c. Ἀρεοπαγίτης.
German (Pape)
ὁ, Areopagit, Richter im Gerichtshof des Areopags, die att. Form ist ἀρεοπαγίτης, s. Lobeck zu Phryn. 697.