ἐΰκλωστος

English (LSJ)

ἐΰκλωστον, well-spun, χιτών h.AP.203; λίνον, νῆμα, AP6.33 (Maec.), 284.

French (Bailly abrégé)

poét. c. εὔκλωστος.

Greek Monotonic

ἐΰκλωστος: -ον, καλοϋφασμένος, σε Ομηρ. Ύμν., Ανθ.

German (Pape)

ep. = εὔκλωστος.