ἐγκάτοικος

English (LSJ)

ἐγκάτοικον, indwelling, Sch.Il.2.125.

Spanish (DGE)

-ον
1 huésped glos. a ἐφέστιος Sch.Od.7.248.
2 habitante αἱ παρθένοι ... αἱ ἐγκάτοικοι τῆς Κολχίδος γῆς Sch.A.Pr.415H., ref. los troyanos, Eust.186.27, de peces que habitan en las rocas, glos. a παρέστιος Sch.Opp.H.1.249.
3 del país, patrio (θεοί) glos. a ἐγχώριος Sch.A.Th.14.

German (Pape)

[Seite 706] darin wohnend, Schol. Il. 2, 125.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκάτοικος: -ον, κατοικῶν, ἔν τινι, ὡς καὶ νῦν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 125.

Greek Monolingual

ἐγκάτοικον, -ον (AM)
μόνιμος κάτοικος ενός τόπου.