ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops
ἔγγειος, ἐγγενέτης, ἔγχωρος, ἐγκάτοικος, ἐγχώριος, ἐντόπιος, ἐγγενής