ἐγκαταστοιχειόω
German (Pape)
[Seite 706] mit den ersten Elementen, Anfängen einpflanzen. Plut. Lyc. 13.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 inculquer les premiers éléments;
2 introduire comme élément (d'un sacrifice).
Étymologie: ἐν, καταστοιχειόω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαταστοιχειόω: (в качестве начал или принципов) насаждать, вводить, внедрять (τὰ ἐν τοῖς ἤθεσιν ἐγκατεστοιχειωμένα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταστοιχειόω: μέλλ. -ώσω, ἐμφυτεύω ὡς στοιχεῖον, ὡς πρώτην ἀρχὴν (πρβλ. ἐμφυσιόω), τινί τι Πλουτ. Λυκ. 13. 2, 353Ε.
Greek Monotonic
ἐγκαταστοιχειόω: μέλ. -ώσω, εμφυτεύω τις πρώτες αρχές, τί τινι, σε Πλούτ.