ἐγκατόεις
English (LSJ)
εσσα, ἐν, (ἔγκατα) containing or enclosing intestines, κεκρύφαλος Nic.Th.580.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
intestinal, interno ἐγκατόεντα κεκρύφαλον redecilla intestinal ref. al segundo estómago de un rumiante, Nic.Th.580.
German (Pape)
[Seite 706] κεκρύφαλος, Eingeweide enthaltend, Nic. Th. 580.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκᾰτόεις: εσσα, εν, (ἔγκατα) περιέχων ἢ περικλείων ἔγκατα, ἐντόσθια, κεκρύφαλος Νικ. Θηρ. 580.