interno
From LSJ
Βίου σπάνις πέφυκεν ἀνδράσιν γυνή → Nihil viro uxor est, nisi esuries mera → Die Frau ist Männern von Natur Verlust an Gut
ἔμφυλος, ἐμφύλιος, εἴσω, ἐντός, ἐνδιάθετος, ἐντοσθίδιος, ἐνδόσθιος, ἐγκατόεις, ἐνδάπιος, ἐντόπιος, ἔμφυτος, ἐσωτερικός, εἰσωτερικός