ἐγρηγορώς

French (Bailly abrégé)

υῖα, ός;
part. de ἐγρήγορα.

Russian (Dvoretsky)

ἐγρηγορώς: υῖα, ός part. pf. к ἐγείρω.

English (Woodhouse)

(see also: ἐγείρω) awake