ἐγρηγόρως

French (Bailly abrégé)

adv.
c. ἐγρηγορότως.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγρηγόρως: ἀγρύπνως, Λουκ. Ἑρμ. 1, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Κ. 182 κτλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγρηγόρως: Plut. = ἐγρηγορότως.