ἐγχυματισμός

English (LSJ)

ὁ, injection, instillation, Antyll. ap. Orib.10.26.1, Sor.1.56, Hippiatr. 68.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
medic. y vet. instilación, inyección, irrigación de diversos preparados, en la matriz, Antyll. en Orib.10.26.1, δι' ἐλαίου γλυκέως Sor.1.18.78
pócima o poción administrada por la nariz o por la boca εἰς ἐγχυματισμ(ὸν) τῶν ἵππων ... οἴν(ου) δι(πλᾶ) β POxy.2480.101 (VI d.C.), cf. Hippiatr.129 passim.

German (Pape)

[Seite 714] ὁ, die Infusion, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχῠματισμός: ὁ, ἔγχυσις, Ἱεροκλ. ἐν Ἱππιατρ. σ. 6.

Greek Monolingual

ἐγχυματισμός, ο (Α)
θεραπευτική αγωγή με χρήση εγχύσεων.